- ολιγόψυχος
- ολιγόψυχος, -η, -ο και λιγόψυχος, -η, -οδειλός, λιγόκαρδος, μικρόψυχος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ολιγόψυχος — η, ο (Α ὀλιγόψυχος, ον) βλ. λιγόψυχος … Dictionary of Greek
ὀλιγόψυχος — ὀλιγόψῡχος , ὀλιγόψυχος faint hearted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγόψυχος — και ολιγόψυχος η, ο (Α ολιγόψυχος, ον) δειλός, φοβητσιάρης, άτολμος αρχ. αυτός που η αντοχή του είναι μικρή. επίρρ... λιγόψυχα (Α ολιγοψύχως) με δειλία … Dictionary of Greek
ὀλιγοψύχως — ὀλιγοψύ̱χως , ὀλιγόψυχος faint hearted adverbial ὀλιγοψύ̱χως , ὀλιγόψυχος faint hearted masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγόψυχον — ὀλιγόψῡχον , ὀλιγόψυχος faint hearted masc/fem acc sg ὀλιγόψῡχον , ὀλιγόψυχος faint hearted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
отънемочи — ОТЪНЕМО|ЧИ (ЩИ) (8), ГОУ, ЖЕТЬ гл. Потерять силы, обессилеть: аще и ѿнемоглъ ѥсть моѥго гл҃а ѹдъ. СбЧуд к. XIV (1), 291а; [бесы] акы на ѿнемогша ѹже притекоша. водьца. ѹма похвативше. и вредо(м) двери ѿверзъше. (ἀσϑενετέρους) ГБ к. XIV, 17б; ты… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
λιγοψυχιά — και ολιγοψυχία, η (Α ολιγοψυχία, ιων. τ. ολιγοψυχίη) [ολιγόψυχος] 1. έλλειψη θάρρους ή αντοχής, δειλία, ανανδρία 2. τάση για εμετό ή για λιποθυμία … Dictionary of Greek
φοβητσιάρης — και φοβιτσιάρης, α, ικο, Ν αυτός που φοβάται εύκολα, ολιγόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. φοβητός + κατάλ. ιάρης (πρβλ. γκριν ιάρης, καυχησ ιάρης)] … Dictionary of Greek
ԿԱՐՃԱՄԻՏ — (մտի, տաց.) NBH 1 1073 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 9c, 10c, 11c, 12c, 14c ա. ὁλιγόψυχος, μικρόψυχος pusillanimus. որ եւ ԿԱՐՃՈԳԻ, կամ ՓՈՔՐՈԳԻ. Որոյ կարճ է միտ. իբր ո՛չ երկայնամիտ, նեղսիրտ, անհամբեր. ... *Այր երկայնամիտ բազմապատիկ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՆԵՂԱՍԻՐՏ — (սրտի, ից կամ աց.) NBH 2 0411 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա. ὁλιγόψυχος pusillanimus. Նեղ սրտիւ. կարճամիտ. փոքրոգի. անհամբեր. ցասկոտ. նեղսիրտ. ... *Առն նեղսրտի ո՞վ ունիցի ժոյժ. Առակ. ՟Ժ՟Ը. 14: *Խիստք, եւ նեղասիրտք եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)